Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τὸ δόγμα τε καὶ ῥ

См. также в других словарях:

  • δόγμα — Όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά στη νομική επιστήμη για να προσδιορίσει ένα διάταγμα ή έναν νόμο που θεσπιζόταν από τις επίσημες αρχές, χωρίς δυνατότητα συζήτησης ή αντίρρησης. Στις φιλοσοφικές σχολές δ. ονομάστηκαν οι θεμελιώδεις αρχές κάθε… …   Dictionary of Greek

  • δόγμα — το 1. θεμελιώδης αρχή, δοξασία: Θρησκευτικά δόγματα. 2. απόφαση της Εκκλησίας που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση: Το δόγμα της τριπλής υπόστασης του Θεού. 3. το σύνολο των θρησκευτικών δοξασιών που γίνεται αποδεκτό από μια ομάδα ανθρώπων καθώς και οι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Χριστόφορος και Νέβις — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική ΑμερικήΤο κράτος αποτελείται από δύο νησιά: τον Ά.Χ. (176,2 τ. χλμ.) και το Ν. (93,2 τ. χλμ.), 3,3 χλμ. ΝΑ του Α.Χ.Τα νησιά χωρίζονται από το στενό Νάροους. Βρίσκονται στο βορειότερο άκρο… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • βαχαβίτες — Μουσουλμανική κοινότητα που ιδρύθηκε στην Αραβία από τον Μουχάμαντ Ιμπν Αμπντ αλ Βαχάμπ (1703 1791), από τον οποίο προήλθε και η ονομασία της. Οι β. προτιμούν να αυτοαποκαλούνται μουβαχιντούν (ενωτικοί) και θεωρούνται σουνίτες. Η διδασκαλία τους …   Dictionary of Greek

  • Σαένζ Πένια, Ρόκε — (Saenz Pena). Αργεντινός πολιτικός (1851 1914). Σπούδασε νομικά και άσκησε αρχικά το επάγγελμα του δικηγόρου. Πήρε μέρος στον πόλεμο μεταξύ Χιλής και Περού (1874 78), υπέρ του τελευταίου. Πιάστηκε αιχμάλωτος και μεταφέρθηκε στη Χιλή. Μετά την… …   Dictionary of Greek

  • Σέλαρς, Ρόι Βουντ — (Sellars). Αμερικανός φιλόσοφος (1880 1973). Διατέλεσε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν (1905 1950). θεωρείται ένας από τους θεμελιωτές του αμερικάνικου κριτικού ρεαλισμού. Αρχικά η θεωρία του είχε στοιχεία αγνωστικισμού, αργότερα όμως… …   Dictionary of Greek

  • φραγκοσυριανός — ο θηλ. ή Συριανός που είναι ελληνικής καταγωγής και ανήκει στο καθολικό δόγμα: Λες και μάγια μου χεις κάνει, φραγκοσυριανή γλυκιά (λαϊκό τραγούδι) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ομολογώ — και μολογώ και μολογάω (ΑΜ ὁμολογῶ, έω) [ομόλογος] 1. αναγνωρίζω ρητώς κάτι που έκανα ή είπα, παραδέχομαι, αποδέχομαι («τα επιχειρήματα τόν έκαναν να ομολογήσει την ενοχή του») 2. (συν. ως τριτοπρόσ.) ομολογείται θεωρείται γενικά παραδεκτό,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»