-
1 ῥῆμα
A that which is said or spoken, word, saying, Archil.50, Thgn.1152, Simon.37.14,92 (where perh. it = ῥήτρα 11.2), Pi. (v. infr.), etc.; in Prose first in Hdt. (s.v.l.), ὁ νόος τοῦ ῥ. 7.162; τὰ λεγόμενά τινων [ῥήματα] 8.83; τοῦ Πιττακοῦ.. περιεφέρετο τοῦτο τὸ ῥ. Pl.Prt. 343b; τὸ δόγμα τε καὶ ῥ. Id.R. 464a; opp. ἔργματα, Pi.N.4.6; opp. ἔργον, Th.5.111; opp. τὸ ἀληθές, Pl.Phd. 102b: prov., ῥήματα ἀντ' ἀλφίτων 'fine words butter no parsnips', ap.Suid.;ῥήματα πλέκων Pi.N.4.94
; ῥήματα θηρεύειν catch at one's words, And.1.9; ῥ. ἱπποβάμονα, ῥ. μυριάμφορον, Ar.Ra. 821, Pax 521; ῥήματος ἐχόμενον depending on the word, Pl.Lg. 656c; τῷ ῥ. τῷ τόδε προσχρώμενοι the word τόδε, Id.Ti. 49e; τῷ ῥ. λέγειν, εἰπεῖν, say in so many words, Id.R. 340d, Grg. 450e, cf. Tht. 166d; κατὰ ῥῆμα ἀπαγγεῖλαι word for word, Aeschin.2.122.3 subject of speech, matter, Hebraism in LXX and NT, Ge.15.1, 22.1, De.2.7, Ev.Luc.1.37,65, 2.15; cf. ῥητός IV. 2.II Gramm., verb, opp. ὄνομα (noun), Pl. Sph. 262a sq., Cra. 425a, al., Arist.Po. 1457a14, Diog.Bab.Stoic.3.213:— from the fact that a Verb usually forms the predicate (Arist.Int. 16b6), ῥῆμα is applied to an Adj. when used as a predicate, ib. 16a13, 20b1. -
2 ἐμπεδόω
Aἠμπέδουν X.Cyr.8.8.2
: [tense] aor.ἐνεπέδωσα D.C.60.28
: ([etym.] ἔμπεδος):—confirm, ratify,σὺ δ' ἐμπέδου δόσιν S.Ichn.50
; , cf. Ar.Lys. 211, 233, Polem.Hist.83;σπονδάς X.HG3.4.6
;τὰ.. ὁρκωμόσιά τε καὶ ὑποσχέσεις Pl.Phdr. 241b
;ὅρκους καὶ δεξιάς τινι X.Cyr.5.1.22
;συνθήκας Plb.29.24.4
;ὁμολογίας D.H.4.79
;ἀποδείξεσι δόγμα Gal.5.315
; uphold,νόμους Plu.Sol.25
:—[voice] Med., σπονδήν, ἀσφάλειαν ἐμπεδώσασθαι, Ph.1.439, Luc.Hipp.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμπεδόω
-
3 ἐμπίπτω
ἐμπίπτω fut. ἐμπεσοῦμαι; 2 aor. ἐνέπεσον; pf. ptc. ἐμπεπτωκότας 4 Km 25:11 (Hom.+)① to fall into a particular physical area, fall (in, into) (Dio Chrys. 57 [74], 22 εἰς βόθρον; Jos., Ant. 4, 284 εἰς ὄρυγμα ἐ. βόσκημα) εἰς βόθυνον into a pit (Is 24:18; Jer 31:44) Mt 12:11; Lk 6:39. ἐ. ἐπὶ πῦρ fall into the fire Hv 3, 2, 9.② to experience a state or condition, fall (into/among) in imagery (SIG 1170, 3 εἰς νόσους; PTebt 17, 8f [114 B.C.] εἰς δαπάνας; Just., D. 23, 1 εἰς ἄτοπα … νοήματα; temp. Mel., HE 4, 26, 3 τοῦ πάσχα ἐμπεσόντος … ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις) εἰς τοὺς λῃστάς among robbers (Epict. 3, 13, 3 εἰς λῃστὰς ἐμπ.; Porphyr., Vi. Pyth. 15; cp. Socrat., Ep. 1, 9 εἰς τ. ἱππέας) Lk 10:36; εἰς τὰ ἄγκιστρα τῆς κενοδοξίας ἐ. be caught on the fishhooks of false doctrine IMg 11 (cp. schol. on Pla. 190e ἐμπεσούμεθα εἰς τὸ Πρωταγόρειον δόγμα); ἐ. εἰς χεῖράς τινος fall into someone’s hands (Chariton 8, 3, 7; Alciphron 3, 36, 1; Sir 38:15; Sus 23) GPt 11:48; θεοῦ Hb 10:31 (cp. 2 Km 24:14; 1 Ch 21:13; Sir 2:18; Jos., Ant. 7, 323). εἰς πειρασμόν 1 Ti 6:9 (cp. Diod S 17, 105, 6 ἐνέπεσε εἰς λύπην καὶ φροντίδα; Pr 17:20 εἰς κακά; 1 Macc 6:8 εἰς ἀρρωστίαν). εἰς κρίμα τοῦ διαβόλου 3:6. εἰς ὀνειδισμὸν καὶ παγίδα τοῦ διαβόλου vs. 7 (cp. 6:9 and Pr 12:13; Sir 9:3). εἰς ταύτας τὰς πράξεις τὰς πολλάς get into these many activities Hm 10, 1, 5. εἰς ἐπιθυμίαν 12, 1, 2 (cp. 1 Ti 6:9.—X., Hell. 7, 5, 6 εἰς ἀθυμίαν; Ael. Aristid. 37 p. 701 D.).③ to originate and so come to attention, set in, arise abs. (Pla., Rep. 8, 545d στάσις; Epict. 2, 5, 10 χειμὼν ἐμπέπτωκε) ζήλου ἐμπεσόντος περί τινος when jealousy arose about someth. 1 Cl 43:2.—M-M. Spicq. -
4 καταβάλλω
Aκάββαλε Od. 6.172
, Hes.Th. 189, etc.; imper.καββαλόντων Foed.Delph.Pell.1
B 14:—throw down, overthrow, ;ἐς μέσσον κ. τι 15.357
; ;ἐπ' ἀκτῆς Il.23.125
(tm.); , etc.; κ. [ τινὰ]ἐνθάδε Od.6.172
; κ. τὰ οἰκήματα, τὰ ἀγάλματα, Hdt.1.17, 8.109;τεῖχος Th.7.24
;κ. τινὰ ἀπὸ τοῦ ἵππου X.HG5.2.41
;ἀπ' ἐλπίδος Pl.Euthphr. 15e
; κ. ἐς τὸ μηδέν to bring down to nothing, opp. ἐξᾶραι ὑψοῦ, Hdt.9.79; κάββαλλε τὸν Χείμωνα confound, defy the storm, Alc.34.3.3 strike down with a weapon, slay, Il.2.692(tm.), Hdt.4.64, etc.; by a blow,κ. πατάξας Lys.13.71
; esp. of slaying victims, E.Or. 1603, Isoc.2.20;κ. θῦμα δαίμοσιν E.Ba. 1246
.b [voice] Pass., to be stricken,νόσῳ POxy.1121.9
(iii A.D.).4 throw into prison,κ. τινὰ ἐς ἐρκτήν Hdt.4.146
: generally, throw, bring into a certain state, κ. [ τινὰ]ἐς ξυμφοράς E.IT 606
, Antipho Soph.58; εἰς ἀπορίαν, εἰς ἀπιστίαν, Pl.Phlb. 15e, Phd. 88c, etc.5 overthrow, refute, οἱ -βάλλοντες (sc. λόγοι), title of work by Protagoras:κ. τινά Democr.125
;δόξαν Gal.UP6.20
.6 abuse, bully, Phld.Rh.2.164S.7 cast down or away, cast off, reject, Isoc.12.24: metaph., forget, Ael.Fr. 111; κ. εἴς τι throw away upon a thing, Pl. Lg. 960e:—[voice] Pass., οἱ καταβεβλημένοι despicable fellows, Isoc.12.8; cf. καταβεβλημένως.II let fall, drop,ἀπὸ ἕο κάββαλεν υἱόν Il.5.343
; κάββαλε νεβρόν, of an eagle, 8.249; of a fawning dog,οὔατα κάββαλεν ἄμφω Od.17.302
; ἴουλον ἀπὸ κροτάφων κ. Theoc.15.85; of sails,καθ' ἱστία λευκὰ βαλόντες Thgn.671
;τἀκάτια Epicr.10
; κατ' ὀφθαλμοὺς ; τὰς ὀφρῦς κ. E.Cyc. 167; κ. τὰ κέρατα droop their feelers, Arist.HA 590b26: in Politics, abandon a measure,καταβάλλοντ' ἐᾶν ἐν ὑπωμοσίᾳ D.18.103
.3 lay down, lay in stores,κ. σιτία Hdt.7.25
:—[voice] Pass., κὰτ ἄσπιδες βεβλήμεναι stored up, Alc.15.5.4 pay down, yield, bring in,ἡ λίμνη καταβάλλει ἐπ' ἡμέρην ἑκάστην τάλαντον ἐκ τῶν ἰχθύων Hdt.2.149
;τὰς ἐπικαρπίας τῇ πόλει And.1.92
, cf. Lexib.93.b pay,τἀργύριον Th. 1.27
;τριώβολον Amips.13
;ἀρραβῶνα Men.743
, cf. PRev.Laws48.10(iii B.C.), etc.;τιμήν τινι ὑπέρ τινος Pl.Lg. 932d
, Luc.Vit.Auct. 25; ([place name] Gortyn), PHib.29.6 (iii B.C.); (Cret., found at Delphi); καταβαλών σοι δραχμὴν τῶν βοτρύων for them, Philostr.Her.Praef.1; κ. ζημίαν pay up, discharge a fine, D. 24.83, cf. 59.27:—later in [voice] Med.,μισθὸν καταβαλέσθαι Alciphr.1.12
.5 put in, deposit, in [voice] Pass., :—but usu. in [voice] Med., deposit,γράμματα εἰς κιβωτόν BCH25.100
([place name] Tlos), cf. IG12(1).3.15 ([place name] Rhodes); ψευδεῖς γραφὰς εἰς τὰ δημόσια γράμματα Docum. ap. D.18.55;λόγους IG7.2850
([place name] Haliartus); (Cret., found at Teos).6 throw down seed, sow, Men. Georg.37, cf. καταβλητέον; κ. τὸ σπέρμα, of the male, Epicur.Nat.908.1:—[voice] Pass., Placit.5.7.4, Sor.1.33, Ocell.4.14: metaph.,σπέρμα κ. τοιούτων πραγμάτων D.24.154
; κ. φάτιν ὡς.. spread abroad a rumour, Hdt.1.122, cf.E.HF 758(lyr.).7 lay down as a foundation, mostly in [voice] Med., : esp. metaph., - βαλλομένα μέγαν οἶκτον beginning a lament (cf. infr. 8), E. Hel. 164(lyr.);Ἀρίστιππος τὴν Κυρηναϊκὴν φιλοσοφίαν κατεβάλετο Str. 17.3.22
;καταβαλέσθαι τοὐπτάνιον Sosip.1.39
;ἐξ ἀρχῆς καινὴν νομοθεσίαν D.S.12.20
;τὴν Στωϊκῶν αἵρεσιν Plu.2.329a
: hence generally, to be the author of, commit to writing, ; λόγον Darius ap.D.L.9.13;φλυαρίας Gal.7.476
:— [voice] Pass.,ὅταν δὲ κρηπὶς μὴ καταβληθῇ.. ὀρθῶς E.HF 1261
: freq. metaph.,δεδημοσιωμένα που καταβέβληται Pl.Sph. 232d
;πολλοὶ λόγοι πρὸς αὐτὰ -βέβληνται Arist.EN 1096a10
; καταβεβλημέναι μαθήσεις fundamental, established, Arist.Pol. 1337b21; τὰ κ. παιδεύματα ib. 1338a36, cf. Phld.Rh.1.27S.8 c. inf., γάμον καταβάλλομ' ἀείδειν I begin my song of, Call.Fr. 196.2 like καταβαίνω 11.1, arrive at in a course of lectures,εἰς Γοργίαν Dam.Isid.54
.B intr., fall,εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν Pl.Ep. 344c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβάλλω
-
5 συνεκτικός
A fit for holding together,ἡ τῶν ὅλων σ. αἰτία Arist.Mu. 397b9
; τὸ ς. Plu.2.735f; τὸ ἐν ἑνὶ πάντων ς. Jul.Or.4.135c;σ. τόνος Plu.2.946c
; σ. αἴτιον, in Stoic Philos., οὗ παρόντος μένει τὸ ἀποτέλεσμα καὶ αἰρομένου αἴρεται, Stoic.2.121, cf. 273; σ. αἰτία ib.144;σ. αἴτιον νοσήματος Gal.15.111
;σ. δύναμις Id.7.525
, cf. 1.85, 9.2, Sor.2.3; τὰ σ. τῶν λόγων the essence of the argument, A.D. Adv.141.21; τὸ -κώτατον δόγμα the most essential.., Ph.1.283; - κώτατα the most essential doctrines, Iamb.VP32.226;- κώτατον κεφάλαιον Vett.Val.172.28
; σ. τᾶς σωφροσύνας Phintys ap.Stob.4.23.61 ([comp] Sup.); of the soul, σ. ἑαυτῆς self- maintaining, Hierocl.p.29 A.; v. συνακτικός 1.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεκτικός
-
6 ἐκβάλλω
ἐκβάλλω, Arc. [full] ἐσδέλλω IG5(2).6.49 (Tegea, iv B.C.), [tense] fut. - βᾰλῶ: [tense] aor. - έβαλον: [tense] pf. - βέβληκα: [voice] Pass., [tense] fut.A- βεβλήσομαι E.Ba. 1313
:— throw or cast out of, c. gen.,Ὀδίον μέγαν ἔκβαλε δίφρου Il.5.39
, etc.: abs., throw out,ἐκ δ' εὐνὰς ἔβαλον 1.436
, etc. ; καὶ τὴν μὲν..ἰχθύσι κύρμα γενέσθαι ἔκβαλον threw her overboard, Od.15.481, cf. Hdt.1.24 : then in various relations, ἐκπίπτω being freq. used as its [voice] Pass. :1 throw ashore,τὸν δ' ἄρ'..νεὸς ἔκβαλε κῦμ' ἐπὶ χέρσου Od.19.278
;ἄνεμος.. τρηχέως περιέσπε..πολλὰς τῶν νεῶν ἐκβάλλων πρὸς τὸν Ἄθων Hdt.6.44
;ἐ. ἐς τὴν γῆν Id.7.170
(but in 2.113 ἄνεμοι..ἐκβάλλουσι ἐς τὸ πέλαγος carry out to sea ; ἐξέβαλεν ἄνεμος ἡμᾶς drove us out of our course, E.Cyc.20):—[voice] Med., put ashore,ἵππους ἐξεβάλλοντο Hdt. 6.101
; jettison, Syngr. ap. D.35.11.2 cast out of a place,Κιμμερίους ἐκβαλόντες ἐκ τῆς Εὐρώπης Hdt.1.103
; ἐ. ἐκ τῆς χώρας, of an enemy, Lycurg.99, cf. D.60.8 ; esp. of banishment, ἐκ πόλεως ἐ. drive out of the country, Pl.Grg. 468d, cf. Ar.Pl. 430, etc. ; of a corpse, ἔξω τῆς πόλεως, τῶν ὁρίων, Pl.Lg. 873b, 909c : c. acc. only. drive out, banish, Heraclit.121, S.OC6<*>6, 770, etc. ; turn out, ; cast out of the synagogue, Ev.Jo.34 ;ἐκ τοῦ τάγματος J.BJ2.8.8
; exorcize, cast out evil spirits, Ev.Marc.1.34, al. ; also in weakened sense, cause to depart, ib.43.3 expose on a desertisland, S.Ph. 257, 1034, 1390 ; expose a dead body,ταφῆς ἄτερ Id.Aj. 1388
; ἐ. τέκνα expose children, E. Ion 964.4 ἐ. γυναῖκα ἐκ τῆς οἰκίας divorce her, D. 59.83 : with simple acc., And.1.125, D.59.63, D.S.12.18, etc.:—[voice] Pass., LXXLe.21.7.5 cast out of his seat, depose a king,ἐ. ἕδρας Κρόνον A.Pr. 203
; ἐκ τυραννίδος θρόνου τ' ib. 910 ;ἐκ τῆς τιμῆς X.Cyr.1.3.9
: withoutἐκ, ἐ. τινὰ πλούτου S.El. 649
:—[voice] Pass., to be ejected, of an occupier, PPetr.2p.143 (iii B.C.), PMagd. 12.8 (iii B.C.), etc. ;χάριτος ἐκβεβλημένη S.Aj. 808
;ἐκ τῆς φιλίας X.An.7.5.6
; ἐκ τῆς ἀρχῆς ἐξεβλήθησαν Isoc.4.70.7 ἐ. φρέατα dig wells, Plu. Pomp.32.8 of drugs, get rid of,τοξεύματα Dsc.3.32
.II strike out of,χειρῶν δ' ἔκβαλλε κύπελλα Od.2.396
, cf. Theoc.22.210 ; ἐκβάλλεθ'..τευχέων πάλους throw them out of the urns, A.Eu. 742 : abs., δοῦρα ἐ. fell trees (prop., cut them out of the forest), Od.5.244.III let fall, drop,χειρὸς δ' ἔκβαλεν ἔγχος Il.14.419
;σφῦραν B.17.28
; , cf. Ar.Lys. 156 ;οἰστούς X.An.2.1.6
: metaph., ἦ ῥ' ἅλιον ἔπος ἔκβαλον let fall an idle word, Il.18.324 ;εἰ μὴ ὑπερφίαλον ἔπος ἔκβαλε Od.4.503
, cf. Hdt.6.69, A.Ag. 1662, etc. ;ἐ. ῥῆμα Pl.R. 473e
: abs., utter, speak, D.L.9.7 ; shed,δάκρυα δ' ἔκβαλε θερμά Od. 19.362
; ἐ. ἕρκος ὀδόντων cast, shed one's teeth, Sol.27, cf. E.Cyc. 644, etc. ; throw up blood, S.Ant. 1238 ; spit out, Thphr.HP4.8.4 ; ἐκβαλεῦσι τὰς κούρας their eyes will drop out, prov. of covetous persons, Herod.4.64.IV throw away, cast aside, reject, εὐμένειαν, χάριν, S.OC 631, 636, cf. Plb.1.14.4 ;προγόνων παλαιὰ θέσμια E.Fr.360.45
; ; recall, repudiate,ἐ. λόγους Pl.Cri. 46b
; annul, ; remoue an official from his post, D.21.87 ; drive an actor from the stage, Id.19.337 : metaph., of a politician, Pl.Ax. 368d : —[voice] Pass., Ar.Eq. 525 ;ἐκβάλλεσθαι ἄξια Antipho 4.3.1
.VI produce, of women, Hp.Epid.4.25 (of premature birth), Plu.Publ.21 ; esp. in case of a miscarriage or abortion, Hp.Mul.1.60, Thphr.HP9.18.8;βρέφος ἐκ τῆς γαστρός Ant.Lib. 34
; with play on 1.2, D.L.2.102, etc. ; hatch chicks, Sch.Ar.Av. 251.b of plants, ἐ. καρπόν put forth fruit, Hp.Nat.Puer.22 ;ἐ. στάχυν E.Ba.75
):—[voice] Pass.,τὰ ἐκβαλλόμενα BGU197.12
(i A.D.).IX Math., produce a line, in [voice] Pass., Arist. Cael. 71b29, Mech. 850a11, Str. 2.1.29, etc. ; ἐ. εἰς ἄπειρον produce to infinity, in metaph. sense,τὰ δεινά Phld.D.1.12
, cf. 13.X intr., go out, depart,ἵν' ἐκβάλω ποδὶ ἄλλην ἐπ' αἶαν E.El.96
; of the sea, break out of its bed, Arist. Mete. 367b13 ; of a rivcr, branch off, Pl.Phd. 113a : metaph.,ἐπειδὰν ἐς μειράκια ἐκβάλωσιν D.C.52.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκβάλλω
-
7 ταπεινοφροσύνη
ταπεινοφροσύνη, ης, ἡ (s. prec.; Epict. 3, 24, 56; Jos., Bell. 4, 494, both in a pejorative sense) in our lit. only in a favorable sense (τὸ τῆς τ. δόγμα Orig., C. Cels. 6, 15, 23; ταπεινοφροσύνης σωτήριον Did., Gen. 70, 26) humility, modesty Phil 2:3 (in dat. of the motivating cause); 1 Pt 5:5; 1 Cl 21:8; Hs 5, 3, 7 (of humility that expresses itself in fasting; Leutzsch, Hermas 425f, n. 441). W. ἐπιείκεια 1 Cl 56:1; cp. 58:2. W. ἐπιείκεια and πραΰτης 30:8. W. πραΰτης, μακροθυμία, and other virtues Col 3:12; cp. 2:23. μετὰ πάσης ταπ. in all humility Ac 20:19; Eph 4:2 (+ καὶ πραΰτητος); without πάσης 1 Cl 31:4; 44:3. πᾶσα ἐρώτησις ταπεινοφροσύνης χρῄζει every prayer requires humility Hv 3, 10, 6. Humility can also be wrongly directed Col 2:18, 23.—Lit. s.v. πραΰτης and ταπεινόω 4. Also KDeissner, D. Idealbild d. stoischen Weisen 1930; Vögtle (s.v. πλεονεξία) word-list; LGilen, Demut des Christen nach d. NT: ZAszMyst 13, ’38, 266–84; LMarshall, Challenge of NT Ethics ’47, 92–96; ADihle, Demut: RAC III ’56, 735–78 [lit.]; SRehol, Das Problem der Demut in der profan-griechischen Literatur im Vergleich zu Septuaginta und NT ’61.—DELG s.v. ταπεινός. EDNT. TW.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ταπεινοφροσύνη
См. также в других словарях:
δόγμα — Όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά στη νομική επιστήμη για να προσδιορίσει ένα διάταγμα ή έναν νόμο που θεσπιζόταν από τις επίσημες αρχές, χωρίς δυνατότητα συζήτησης ή αντίρρησης. Στις φιλοσοφικές σχολές δ. ονομάστηκαν οι θεμελιώδεις αρχές κάθε… … Dictionary of Greek
δόγμα — το 1. θεμελιώδης αρχή, δοξασία: Θρησκευτικά δόγματα. 2. απόφαση της Εκκλησίας που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση: Το δόγμα της τριπλής υπόστασης του Θεού. 3. το σύνολο των θρησκευτικών δοξασιών που γίνεται αποδεκτό από μια ομάδα ανθρώπων καθώς και οι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Άγιος Χριστόφορος και Νέβις — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική ΑμερικήΤο κράτος αποτελείται από δύο νησιά: τον Ά.Χ. (176,2 τ. χλμ.) και το Ν. (93,2 τ. χλμ.), 3,3 χλμ. ΝΑ του Α.Χ.Τα νησιά χωρίζονται από το στενό Νάροους. Βρίσκονται στο βορειότερο άκρο… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
βαχαβίτες — Μουσουλμανική κοινότητα που ιδρύθηκε στην Αραβία από τον Μουχάμαντ Ιμπν Αμπντ αλ Βαχάμπ (1703 1791), από τον οποίο προήλθε και η ονομασία της. Οι β. προτιμούν να αυτοαποκαλούνται μουβαχιντούν (ενωτικοί) και θεωρούνται σουνίτες. Η διδασκαλία τους … Dictionary of Greek
Σαένζ Πένια, Ρόκε — (Saenz Pena). Αργεντινός πολιτικός (1851 1914). Σπούδασε νομικά και άσκησε αρχικά το επάγγελμα του δικηγόρου. Πήρε μέρος στον πόλεμο μεταξύ Χιλής και Περού (1874 78), υπέρ του τελευταίου. Πιάστηκε αιχμάλωτος και μεταφέρθηκε στη Χιλή. Μετά την… … Dictionary of Greek
Σέλαρς, Ρόι Βουντ — (Sellars). Αμερικανός φιλόσοφος (1880 1973). Διατέλεσε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν (1905 1950). θεωρείται ένας από τους θεμελιωτές του αμερικάνικου κριτικού ρεαλισμού. Αρχικά η θεωρία του είχε στοιχεία αγνωστικισμού, αργότερα όμως… … Dictionary of Greek
φραγκοσυριανός — ο θηλ. ή Συριανός που είναι ελληνικής καταγωγής και ανήκει στο καθολικό δόγμα: Λες και μάγια μου χεις κάνει, φραγκοσυριανή γλυκιά (λαϊκό τραγούδι) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ομολογώ — και μολογώ και μολογάω (ΑΜ ὁμολογῶ, έω) [ομόλογος] 1. αναγνωρίζω ρητώς κάτι που έκανα ή είπα, παραδέχομαι, αποδέχομαι («τα επιχειρήματα τόν έκαναν να ομολογήσει την ενοχή του») 2. (συν. ως τριτοπρόσ.) ομολογείται θεωρείται γενικά παραδεκτό,… … Dictionary of Greek